ὀρθάκανθος

ὀρθάκανθος
ὀρθάκανθος
with straight thorns
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ορθάκανθος — ὀρθάκανθος, ον (Α) αυτός που έχει ορθά, δηλ. ίσια αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)* + ἄκανθος (πρβλ. οξυ άκανθος)] …   Dictionary of Greek

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • εχινόκακτος — (echinocactus). Ονομασία διαφόρων φυτών της οικογένειας των κακτιδών. O κορμός τους, που παίρνει παράξενα σχήματα, είναι σαρκώδης χωρίς φύλλα και στην κορυφή του έχει δέσμες από αγκάθια, πάνω ακριβώς από τα οποία εμφανίζονται τα άνθη. Είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”